- δύσθεος
- δύσθεος, -ον (Α)1. ασεβής, άθεος2. άθλιος, ευτελής, τιποτένιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσθεος — godless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσθεον — δύσθεος godless masc/fem acc sg δύσθεος godless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθεώτατοι — δύσθεος godless masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέοις — δύσθεος godless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσθέου — δύσθεος godless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Misotheism — is the hatred of God or hatred of the gods (from the Greek adjective μισόθεος hating the gods , a compound of μῖσος hatred and θεός god ). In some varieties of polytheism, it was considered possible to inflict punishment on gods by ceasing to… … Wikipedia
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κακόθεος — κακόθεος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κακούς, μοχθηρούς ή ψευδείς θεούς 2. δύσθεος*, ασεβής, άθεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θεός] … Dictionary of Greek